Ατυχής η ρύθμιση για Άγιο Στέφανο και Άνοιξη.
Η δόμηση των «δασικών» οικισμών από το δασάρχη με βοηθό το δήμαρχο.
Του Δημ. Γ. Χριστοφιλόπουλου*
Η δόμηση των «δασικών» οικισμών από το δασάρχη με βοηθό το δήμαρχο.
Του Δημ. Γ. Χριστοφιλόπουλου*
Το άρθρο 24 του νομοσχεδίου για το Πράσινο Ταμείο κλπ., που ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή ρυθμίζει τα σχετικά με τη δόμηση των λεγόμενων δασικών οικισμών, δηλαδή των οικισμών που έχουν οικοδομηθεί σε αμφισβητούμενες ή μη εκτάσεις ως προς το δασικό χαρακτήρα αλλά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Με μια απλή ανάγνωση των διατάξεων του άρθρου 24 του νομοσχεδίου, που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, διαπιστώνεται ο αφενός μεν καθοριστικός ρόλος των δασικών υπηρεσιών ως «πολεοδόμων» των λεγόμενων δασικών οικισμών αλλά και ως «προϊσταμένων» χορήγησης αδειών και αφετέρου ο υποβαθμισμένος ρόλος του δημάρχου που περιορίζεται σε βοηθητικές εργασίες (σύνταξη έκθεσης με την καταγραφή υφιστάμενων χρήσεων γης κλπ).
Η ρύθμιση αυτή είναι εντελώς ΑΣΤΟΧΗ και ΑΔΙΚΗ για τους οικισμούς (σήμερα πόλεις) Αγίου Στεφάνου και Άνοιξης εφόσον με αυτή ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ να είναι ΕΚΤΟΣ σχεδίου οι οικισμοί.
Είναι γνωστός ό ρόλος που έπαιξαν ορισμένοι δασικοί υπάλληλοι σχετικά με τη χορήγηση βεβαιώσεων για το χαρακτήρα ως δασικών ή μη ακινήτων των οικισμών αυτών από το 1940 μέχρι σήμερα, ειδικότερα:
Με πράξη της Πολιτείας του 1940 καθορίστηκαν τα όρια των ως άνω οικισμών, τα οποία επαναβεβαιώθηκαν με άλλη πράξη της Πολιτείας το 1976. Οι πράξεις αυτές ουδέποτε ανακλήθηκαν από τη Διοίκηση ή ακυρώθηκαν δικαστικά. Από το 1940 μέχρι πρόσφατα χορηγούνταν άδειες οικοδομής μέσα στα όρια της περιοχής των οικισμών χωρίς να διαμαρτύρονται οι δασικοί υπάλληλοι για τη δήθεν καταστροφή της περιοχής αυτής την οποία αυθαίρετα είχαν «βαπτίσει» δημόσια διακατεχόμενη δασική έκταση. Αντί διαμαρτυρίας ορισμένοι δασικοί έπαιζαν «παιχνίδι». Δηλαδή κατά το δοκούν χορηγούσαν βεβαιώσεις για το δασικό ή μη χαρακτήρα συγκεκριμένου ακινήτου με συνέπεια σε ορισμένες περιπτώσεις ο ένας ιδιοκτήτης να παίρνει βεβαίωση ότι το ακίνητό του δεν ήταν δασικό και να το οικοδομεί και ο όμορός του να μην μπορεί να το οικοδομήσει λόγω αρνητικής βεβαίωσης του δασικού υπαλλήλου, μέχρι που το ΣτΕ θεώρησε παράνομες τις βεβαιώσεις αυτές.
Τον ίδιο ρόλο, δηλαδή τη χορήγηση βεβαιώσεων κατά το δοκούν, αναθέτει το νομοσχέδιο στους δασικούς υπαλλήλους αλλά αναβαθμισμένο. Έτσι η πολεοδόμηση της περιοχής καθώς και οι άδειες οικοδομής θα εξαρτώνται από τη βεβαίωση του δασικού υπαλλήλου που είναι «αξιόπιστος» έναντι του «αναξιόπιστου» τοπικού άρχοντα και της πολεοδομικής υπηρεσίας.
Η άλλη λύση που προτείναμε και η οποία δεν έγινε αποδεκτή από την ΥΠΕΚΑ είναι η ακόλουθη :
Τα όρια των πιο πάνω οικισμών καθορίστηκαν βάσει του άρθρου 14 του ν.δ. της 17-7-1923 και ουδείς πρόβαλε αντίρρηση για την εν συνεχεία χορήγηση αδειών οικοδομής. Συνεπώς τα όρια αυτά ήσαν νόμιμα και συνεπώς σε οικισμούς προ του 1923 δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει ο δασάρχης.
Το πρόβλημα προέκυψε λόγω της ρύθμισης του νόμου 947/1979 ο οποίος στην παρ. 8 του άρθρου 62 αναφέρεται στις προϋποθέσεις και τη διαδικασία χαρακτηρισμού ορίων των προ του 1923 που θα καθοριστούν λεπτομερέστερα με π. δ/γμα. Έτσι θεωρήθηκε ότι όσες πράξεις της πολιτείας είχαν εκδοθεί πριν την ισχύ του νόμου (1979), και συνεπώς και ΟΙ ΩΣ ΑΝΩ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ 1940 ΚΑΙ 1976 για τους οικισμούς Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης, ήσαν ΑΝΙΣΧΥΡΕΣ και συνεπώς τα όρια των οικισμών θεωρήθηκαν ΜΗ ΝΟΜΙΜΑ.
Εφόσον λοιπόν λόγω ρύθμισης ΝΟΜΟΥ (αναρωτιέμαι ποιά θα ήταν η τύχη των ως άνω οικισμών αν δεν υπήρχε η διάταξη αυτή του ν. 947/79) οι οικισμοί βρέθηκαν με ΜΗ ΝΟΜΙΜΑ ΟΡΙΑ θα μπορούσε αυτό να αποκατασταθεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Δηλαδή με διάταξη στο νομοσχέδιο να οριζόταν ότι κυρώνονται οι ως άνω ΑΝΙΣΧΥΡΕΣ διοικητικές πράξεις. Έτσι, οι οικισμοί θα είχαν νόμιμα όρια με συνέπεια τον αποκλεισμό των δασικών υπαλλήλων από τα θέματα της πολεοδόμησης και των αδειών οικοδομής τα οποία θα διεκπεραιώνονταν από τους δημάρχους.
Αλλά τότε πώς ορισμένοι δασάρχες θα έκαναν «παιχνίδι» με τη κατά το δοκούν χορήγηση βεβαιώσεων ; Έτσι ΕΠΕΙΣΑΝ την υπουργό να αποδεχτεί την πρώτη λύση του δασάρχη πολεοδόμου και της δημοτικής αρχής στο ρόλο του «κομπάρσου».
* Καθηγητής θεσμών και Πολιτικής Χωροταξίας - Πολεοδομίας- Μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών. Δικηγόρος.
Με μια απλή ανάγνωση των διατάξεων του άρθρου 24 του νομοσχεδίου, που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, διαπιστώνεται ο αφενός μεν καθοριστικός ρόλος των δασικών υπηρεσιών ως «πολεοδόμων» των λεγόμενων δασικών οικισμών αλλά και ως «προϊσταμένων» χορήγησης αδειών και αφετέρου ο υποβαθμισμένος ρόλος του δημάρχου που περιορίζεται σε βοηθητικές εργασίες (σύνταξη έκθεσης με την καταγραφή υφιστάμενων χρήσεων γης κλπ).
Η ρύθμιση αυτή είναι εντελώς ΑΣΤΟΧΗ και ΑΔΙΚΗ για τους οικισμούς (σήμερα πόλεις) Αγίου Στεφάνου και Άνοιξης εφόσον με αυτή ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ να είναι ΕΚΤΟΣ σχεδίου οι οικισμοί.
Είναι γνωστός ό ρόλος που έπαιξαν ορισμένοι δασικοί υπάλληλοι σχετικά με τη χορήγηση βεβαιώσεων για το χαρακτήρα ως δασικών ή μη ακινήτων των οικισμών αυτών από το 1940 μέχρι σήμερα, ειδικότερα:
Με πράξη της Πολιτείας του 1940 καθορίστηκαν τα όρια των ως άνω οικισμών, τα οποία επαναβεβαιώθηκαν με άλλη πράξη της Πολιτείας το 1976. Οι πράξεις αυτές ουδέποτε ανακλήθηκαν από τη Διοίκηση ή ακυρώθηκαν δικαστικά. Από το 1940 μέχρι πρόσφατα χορηγούνταν άδειες οικοδομής μέσα στα όρια της περιοχής των οικισμών χωρίς να διαμαρτύρονται οι δασικοί υπάλληλοι για τη δήθεν καταστροφή της περιοχής αυτής την οποία αυθαίρετα είχαν «βαπτίσει» δημόσια διακατεχόμενη δασική έκταση. Αντί διαμαρτυρίας ορισμένοι δασικοί έπαιζαν «παιχνίδι». Δηλαδή κατά το δοκούν χορηγούσαν βεβαιώσεις για το δασικό ή μη χαρακτήρα συγκεκριμένου ακινήτου με συνέπεια σε ορισμένες περιπτώσεις ο ένας ιδιοκτήτης να παίρνει βεβαίωση ότι το ακίνητό του δεν ήταν δασικό και να το οικοδομεί και ο όμορός του να μην μπορεί να το οικοδομήσει λόγω αρνητικής βεβαίωσης του δασικού υπαλλήλου, μέχρι που το ΣτΕ θεώρησε παράνομες τις βεβαιώσεις αυτές.
Τον ίδιο ρόλο, δηλαδή τη χορήγηση βεβαιώσεων κατά το δοκούν, αναθέτει το νομοσχέδιο στους δασικούς υπαλλήλους αλλά αναβαθμισμένο. Έτσι η πολεοδόμηση της περιοχής καθώς και οι άδειες οικοδομής θα εξαρτώνται από τη βεβαίωση του δασικού υπαλλήλου που είναι «αξιόπιστος» έναντι του «αναξιόπιστου» τοπικού άρχοντα και της πολεοδομικής υπηρεσίας.
Η άλλη λύση που προτείναμε και η οποία δεν έγινε αποδεκτή από την ΥΠΕΚΑ είναι η ακόλουθη :
Τα όρια των πιο πάνω οικισμών καθορίστηκαν βάσει του άρθρου 14 του ν.δ. της 17-7-1923 και ουδείς πρόβαλε αντίρρηση για την εν συνεχεία χορήγηση αδειών οικοδομής. Συνεπώς τα όρια αυτά ήσαν νόμιμα και συνεπώς σε οικισμούς προ του 1923 δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει ο δασάρχης.
Το πρόβλημα προέκυψε λόγω της ρύθμισης του νόμου 947/1979 ο οποίος στην παρ. 8 του άρθρου 62 αναφέρεται στις προϋποθέσεις και τη διαδικασία χαρακτηρισμού ορίων των προ του 1923 που θα καθοριστούν λεπτομερέστερα με π. δ/γμα. Έτσι θεωρήθηκε ότι όσες πράξεις της πολιτείας είχαν εκδοθεί πριν την ισχύ του νόμου (1979), και συνεπώς και ΟΙ ΩΣ ΑΝΩ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ 1940 ΚΑΙ 1976 για τους οικισμούς Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης, ήσαν ΑΝΙΣΧΥΡΕΣ και συνεπώς τα όρια των οικισμών θεωρήθηκαν ΜΗ ΝΟΜΙΜΑ.
Εφόσον λοιπόν λόγω ρύθμισης ΝΟΜΟΥ (αναρωτιέμαι ποιά θα ήταν η τύχη των ως άνω οικισμών αν δεν υπήρχε η διάταξη αυτή του ν. 947/79) οι οικισμοί βρέθηκαν με ΜΗ ΝΟΜΙΜΑ ΟΡΙΑ θα μπορούσε αυτό να αποκατασταθεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Δηλαδή με διάταξη στο νομοσχέδιο να οριζόταν ότι κυρώνονται οι ως άνω ΑΝΙΣΧΥΡΕΣ διοικητικές πράξεις. Έτσι, οι οικισμοί θα είχαν νόμιμα όρια με συνέπεια τον αποκλεισμό των δασικών υπαλλήλων από τα θέματα της πολεοδόμησης και των αδειών οικοδομής τα οποία θα διεκπεραιώνονταν από τους δημάρχους.
Αλλά τότε πώς ορισμένοι δασάρχες θα έκαναν «παιχνίδι» με τη κατά το δοκούν χορήγηση βεβαιώσεων ; Έτσι ΕΠΕΙΣΑΝ την υπουργό να αποδεχτεί την πρώτη λύση του δασάρχη πολεοδόμου και της δημοτικής αρχής στο ρόλο του «κομπάρσου».
* Καθηγητής θεσμών και Πολιτικής Χωροταξίας - Πολεοδομίας- Μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών. Δικηγόρος.